αμετάβατα ρήματα

αμετάβατα ρήματα
Τα ενεργητικά ρήματα, των οποίων όμως η ενέργεια δεν κατευθύνεται σε κάτι εκτός του υποκειμένου, αλλά περιορίζεται μόνο σε αυτό, π.χ. τρέχω, φωνάζω, κλαίω, μιλώ κλπ. Τα α.ρ. δεν έχουν αντικείμενο. Πολλές φορές, ένα ρήμα μπορεί να είναι και α. και μεταβατικό. Π.χ. στην πρόταση «ο κυνηγός σημαδεύει καλά», το ρήμα είναι α., ενώ στην πρόταση «ο κυνηγός σημαδεύει το πουλί» είναι μεταβατικό. Άλλοτε πάλι ένα ρήμα από α. αλλάζει σε μεταβατικό και από μεταβατικό σε α. όταν γίνεται σύνθετο: «Αυτός φεύγει» (α.), αλλά «αυτός αποφεύγει τις κακοτοπιές» (μεταβατικό), ή «βλέπω το σπίτι» (μεταβατικό), αλλά «αποβλέπω σε κάτι άλλο» (α.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… …   Dictionary of Greek

  • σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… …   Dictionary of Greek

  • απαθής — (AM ἀπαθής, οῡς, ές) [πάθος] ο χωρίς πάθος, ο ατάραχος αρχ. μσν. αβλαβής, υγιής αρχ. 1. αυτός που δεν υποφέρει από κάτι ή δεν έχει πάθει κάτι («ἀπαθὴς κακῶν», Ηρόδ. «ἀπαθὴς νόσων», Δημοσθ.) 2. όποιος δεν δοκίμασε κάτι, δεν έχει εμπειρία («ἀπαθὴς… …   Dictionary of Greek

  • μεταβατικός — ή, ό (Α μεταβατικός, ή, όν) [μεταβαίνω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να μετακινείται από έναν τόπο σε άλλο, να αλλάζει τόπο διαμονής, περιοδεύων, αποδημητικός (α. «μεταβατικό απόσπασμα» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ ἑτέρου εἰς ἕτερον»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”